εμετοκαθαρτικός

εμετοκαθαρτικός
-ή, -ό
ο εμετικός ταυτόχρονα και καθαρτικός, που προκαλεί κάθαρση, κένωση του στομάχου, με εμετό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμετοκαθαρτικός — ή, ό (για φάρμακο) αυτός που καθαρίζει προκαλώντας εμετό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”